σημειωματάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σημειωματάκι | τα | σημειωματάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σημειωματάκι | τα | σημειωματάκια |
κλητική | σημειωματάκι | σημειωματάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σημειωματάκι < σημείωμα + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
σημειωματάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του σημείωμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
σημειωματάκι
|