σημειώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σημειώνω < ελληνιστική κοινή σημειόω / σημειῶ < αρχαία ελληνική σημεῖον < σῆμα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰyeh₂- (σημειώνω) ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική noter)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.miˈo.no/
Ρήμα
επεξεργασία
σημειώνω (παθητική φωνή: σημειώνομαι)
- γράφω, καταγράφω κάτι για να το θυμάμαι
- σημείωσε το τηλέφωνό μου, σε παρακαλώ
- δίνω έμφαση, προσέχω ιδιαίτερα, λαμβάνω υπόψη μου, υπογραμμίζω
- σημειώστε ότι κερδίσαμε τον αγώνα με 10 παίκτες, μετά την αποβολή του Χ
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σημειώνω | σημείωνα | θα σημειώνω | να σημειώνω | σημειώνοντας | |
β' ενικ. | σημειώνεις | σημείωνες | θα σημειώνεις | να σημειώνεις | σημείωνε | |
γ' ενικ. | σημειώνει | σημείωνε | θα σημειώνει | να σημειώνει | ||
α' πληθ. | σημειώνουμε | σημειώναμε | θα σημειώνουμε | να σημειώνουμε | ||
β' πληθ. | σημειώνετε | σημειώνατε | θα σημειώνετε | να σημειώνετε | σημειώνετε | |
γ' πληθ. | σημειώνουν(ε) | σημείωναν σημειώναν(ε) |
θα σημειώνουν(ε) | να σημειώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σημείωσα | θα σημειώσω | να σημειώσω | σημειώσει | ||
β' ενικ. | σημείωσες | θα σημειώσεις | να σημειώσεις | σημείωσε | ||
γ' ενικ. | σημείωσε | θα σημειώσει | να σημειώσει | |||
α' πληθ. | σημειώσαμε | θα σημειώσουμε | να σημειώσουμε | |||
β' πληθ. | σημειώσατε | θα σημειώσετε | να σημειώσετε | σημειώστε | ||
γ' πληθ. | σημείωσαν σημειώσαν(ε) |
θα σημειώσουν(ε) | να σημειώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σημειώσει | είχα σημειώσει | θα έχω σημειώσει | να έχω σημειώσει | ||
β' ενικ. | έχεις σημειώσει | είχες σημειώσει | θα έχεις σημειώσει | να έχεις σημειώσει | ||
γ' ενικ. | έχει σημειώσει | είχε σημειώσει | θα έχει σημειώσει | να έχει σημειώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σημειώσει | είχαμε σημειώσει | θα έχουμε σημειώσει | να έχουμε σημειώσει | ||
β' πληθ. | έχετε σημειώσει | είχατε σημειώσει | θα έχετε σημειώσει | να έχετε σημειώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σημειώσει | είχαν σημειώσει | θα έχουν σημειώσει | να έχουν σημειώσει |
|