ασημείωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασημείωτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαασημείωτος, -η, -ο
- ασημάδευτος, που δεν έχει σημειωθεί με διακριτό σημάδι
- που δεν έχει καταχωρισθεί
- απαρατήρητος, που δεν έχει ληφθεί υπόψιν
- προσοχή! Δεν πρέπει να μείνει ασημείωτο το παρακάτω φαινόμενο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ασημείωτος
|