προσημείωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προσημείωση | οι | προσημειώσεις |
γενική | της | προσημείωσης* | των | προσημειώσεων |
αιτιατική | την | προσημείωση | τις | προσημειώσεις |
κλητική | προσημείωση | προσημειώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσημειώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προσημείωση < προ-σημείω(σις) > + -ση, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική prénotation hypothécaire. Διαφορετικό το ελληνιστικό προσημείωσις (πρόγωνση) [1] < προσημειοῦμαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.siˈmi.o.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐ση‐μεί‐ω‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσημείωση θηλυκό
- η σημείωση από πριν, η τοποθέτηση σημαδιού πριν συμβεί κάτι [2]
- ⮡ Πριν μπει στο δωμάτιο έγινε προσημείωση όλων των χαρτονομισμάτων.
- (νομικός όρος) η προσημείωση υποθήκης, δηλαδή η καταγραφή στο υποθηκοφυλακείο ή άλλη αρμόδια υπηρεσία ότι ο ιδιοκτήτης έχει οικονομικές υποχρεώσεις απέναντι σε δανειστή
- ⮡ Δε γίνεται να βάλουμε και δεύτερη προσημείωση στο σπίτι.
Συγγενικά
επεξεργασία- προσημειώνω
- → και δείτε τις λέξεις προ, σημείωση, σημειώνω και σημείο
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσημείωση
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ προσημείωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ προσημείωση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)