προσημείωσις
Ετυμολογία
επεξεργασία- προσημείωσις < προσημειῶ + -σις (-ωσις) ή (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προσημείωσις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσημείωσις θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- προσημειῶ (κλίση -όω)
Πηγές
επεξεργασία- προσημείωσις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | προσημείωσῐς | αἱ | προσημειώσεις | ||||
γενική | τῆς | προσημειώσεως | τῶν | προσημειώσεων | ||||
δοτική | τῇ | προσημειώσει | ταῖς | προσημειώσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | προσημείωσῐν | τὰς | προσημειώσεις | ||||
κλητική ὦ! | προσημείωσῐ | προσημειώσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προσημειώσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | προσημειωσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προσημείωσις < προσημειόω / προσημειῶ, προσημειοῦμαι + -σις (-ωσις)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσημείωσις, -εως θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- s.v. προσημειόομαι - σελ.746, τόμος 3ος - Liddell, Henry George. Scott, Robert, Αν. Κωνσταντινίδης (εκδ.) Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Μετάφραση: Ξενοφών Π. Μόσχος. Επιμέλεια: Μιχαήλ Κωνσταντινίδης. Τυπογραφικά Καταστήματα Ανέστη Κωνσταντινίδη (1901-1906). Ανατύπωση: Ι. Σιδέρης, χ.χ. Τόμοι 4. - online στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Μαθηματικών