Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υποθηκοφυλακείο τα υποθηκοφυλακεία
      γενική του υποθηκοφυλακείου των υποθηκοφυλακείων
    αιτιατική το υποθηκοφυλακείο τα υποθηκοφυλακεία
     κλητική υποθηκοφυλακείο υποθηκοφυλακεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποθηκοφυλακείο < υποθηκοφύλακας + -είο < υποθήκη + φύλαξ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική conservateur des hypothèques) + -είο
Λέξη που πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1871 (Κουμανούδης Στέφανος, Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών, τ. Β, σελ. 1051)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υποθηκοφυλακείο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία