σημειωτόν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σημειωτόν < σημειώ-νω + -τόν (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική marquer le pas)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασημειωτόν ουδέτερο, μόνο στον ενικό, άκλιτο
- η κίνηση των ποδιών που ανεβοκατεβαίνουν όπως στον βηματισμό, στο ίδιο όμως σημείο συνεχώς
- (μεταφορικά) για να δηλωθεί απουσία εξέλιξης, προόδου σε μια διαδικασία
- η δουλειά προχωρούσε με βήμα σημειωτόν