παραθετικά
θετικός slowly
συγκριτικός more slowly
υπερθετικός most slowly

  Ετυμολογία

επεξεργασία
slowly < slow + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

slowly (en)

  • σιγά, αργά, με αργή ταχύτητα, όχι γρήγορα
    ⮡  I walk slowly.
    Περπατώ σιγά.
    ⮡  I am speaking slowly and carefully.
    Μιλάω αργά και προσεχτικά.
    ⮡  She’s reading the text slowly.
    Διαβάζει το κείμενο αργά.
     συνώνυμα: slow
     αντώνυμα: quickly