slow
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | slow |
συγκριτικός | slower |
υπερθετικός | slowest |
slow (en)
- αργός, βραδύς, που δεν κινείται, δεν ενεργεί ή δεν γίνεται γρήγορα, που διαρκεί πολύ
- αργός, δεν μαθαίνω γρήγορα· δυσκολεύομαι να καταλάβω πράγματα
- ↪ He has a slow wit.
- Είναι αργός στο μυαλό.
- ↪ He has a slow wit.
Επίρρημα
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | slow |
συγκριτικός | slower |
υπερθετικός | slowest |
slow (en)
- αργώ, κάνω κάτι με αργή ταχύτητα
Εκφράσεις
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | slow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | slows |
αόριστος | slowed |
παθητική μετοχή | slowed |
ενεργητική μετοχή | slowing |
slow (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) επιβραδύνω, μειώνω, κόβω (ταχύτητα)
- ↪ We slowed down the enemy’s advance.
- Επιβραδύναμε την εχθρική προέλαση.
- ↪ I am slowing production down.
- Επιβραδύνω/Μειώνω την παραγωγή.
- ↪ Progress was slowed by…
- Η πρόοδος επιβραδύνθηκε από…
- ↪ Slow down before you reach the intersection.
- Κόψε (ταχύτητα) πριν φθάσεις στο διασταύρωση.
- ↪ We slowed down the enemy’s advance.
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- slow (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- slow (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- slow (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 121, 319, 454-456. ISBN 9780194325684., λήμμα: αργός, αργώ, επιβραδύνω, κόβω