Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
marching marchings

marching (en)

  • το περπάτημα, βηματισμός στρατιωτικός, όπως σε παρέλαση

  Μετοχή επεξεργασία

marching (en)