σημειωτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σημειωτικός < σημειωτική + -ικός
Επίθετο
επεξεργασία
σημειωτικός
- που έχει σχέση με τη σημειωτική / σημειολογία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σημειωτικός
|