Ετυμολογία

επεξεργασία
write down < → δείτε τις λέξεις write και down
ενεστώτας write down
γ΄ ενικό ενεστώτα writes down
αόριστος wrote down
παθητική μετοχή written down
ενεργητική μετοχή writing down

write down (en)

  1. (μεταβατικό) γράφω κάτι, καταγράφω, καταχωρίζω
    ⮡  I am writing down an item in an accounting book.
    Καταγράφω ένα κονδύλι σε λογιστικό βιβλίο.
    ⮡  Marriages are written down in books at the registry.
    Οι γάμοι καταχωρίζονται στα βιβλία του ληξιαρχείου.
     συνώνυμα: write, → και δείτε τη λέξη record