↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σημειωματάριο τα σημειωματάρια
      γενική του σημειωματάριου των σημειωματάριων
    αιτιατική το σημειωματάριο τα σημειωματάρια
     κλητική σημειωματάριο σημειωματάρια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σημειωματάριο < (καθαρεύουσα) σημειωματάριον, σημειωματ- (σημείωμα) + -άριο [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /si.mi.o.maˈta.ɾi.o/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σημειωματάριο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία