σημειωματάριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σημειωματάριο < (καθαρεύουσα) σημειωματάριον, σημειωματ- (σημείωμα) + -άριο [1]
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σημειωματάριο ουδέτερο
- το τετράδιο ή το μπλοκ για σημειώσεις
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ σημειωματάριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας