Ετυμολογία

επεξεργασία

brouillon < → δείτε τις λέξεις brouiller και -on

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bʁu.jɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
brouillon brouillons

brouillon (fr) αρσενικό