μνημονιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαμνημονιακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με μνημόνιο ή αναφέρεται σ’ αυτό
- ※ μνημονιακός στόχος, μνημονιακές πολιτικές
- (ουσιαστικοποιημένο) (νεολογισμός) υποστηρικτής των πολιτικών που επιβλήθηκαν στην (ή άσκησε η) Ελλάδα από το 2010 κ.ε.
Συγγενικά
επεξεργασία- αντιμνημονιακός
- → δείτε τις λέξεις μνημόνιο και μνήμη
Μεταφράσεις
επεξεργασία μνημονιακός