↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυμερής η πολυμερής το πολυμερές
      γενική του πολυμερούς* της πολυμερούς του πολυμερούς
    αιτιατική τον πολυμερή την πολυμερή το πολυμερές
     κλητική πολυμερή(ς) πολυμερής πολυμερές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυμερείς οι πολυμερείς τα πολυμερή
      γενική των πολυμερών των πολυμερών των πολυμερών
    αιτιατική τους πολυμερείς τις πολυμερείς τα πολυμερή
     κλητική πολυμερείς πολυμερείς πολυμερή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυμερής < αρχαία ελληνική πολυμερής < πολύς + μέρος

  Επίθετο

επεξεργασία

πολυμερής, -ής, -ές

  • που αποτελείται από πολλά μέρη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία