πολυμερές
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πολυμερές | τα | πολυμερή |
γενική | του | πολυμερούς | των | πολυμερών |
αιτιατική | το | πολυμερές | τα | πολυμερή |
κλητική | πολυμερές | πολυμερή | ||
Συχνά στον πληθυντικό. | ||||
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πολυμερές < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πολυμερής, λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική polymère < αρχαία ελληνική πολυμερής[1] < πολυ- + -μερής
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /po.li.meˈɾes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λυ‐με‐ρές
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πολυμερές ουδέτερο
- χημική ένωση με μεγάλα μόρια (μακρομόρια), τα οποία σχηματίζονται από σύνδεση πολλών όμοιων μικρών μορίων (μονομερή)
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «πολυμερής» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.