Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυμερικός η πολυμερική το πολυμερικό
      γενική του πολυμερικού της πολυμερικής του πολυμερικού
    αιτιατική τον πολυμερικό την πολυμερική το πολυμερικό
     κλητική πολυμερικέ πολυμερική πολυμερικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυμερικοί οι πολυμερικές τα πολυμερικά
      γενική των πολυμερικών των πολυμερικών των πολυμερικών
    αιτιατική τους πολυμερικούς τις πολυμερικές τα πολυμερικά
     κλητική πολυμερικοί πολυμερικές πολυμερικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυμερικός < πολυμερ(ές) + -ικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /po.li.me.ɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λυ‐με‐ρι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

πολυμερικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr