Ετυμολογία

επεξεργασία
μονομερές < μόνος + μέρος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μονομερές ουδέτερο

  • μόριο που μπορεί να συνδεθεί χημικά με άλλα μόρια ώστε να σχηματίσει ένα πολυμερές

  Μεταφράσεις

επεξεργασία