μακρομόριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μακρομόριο ουδέτερο
- (χημεία) μόριο υψηλού μοριακού βάρους
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μακρομόριο
|