Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μακρομόριο τα μακρομόρια
      γενική του μακρομορίου
μακρομόριου
των μακρομορίων
    αιτιατική το μακρομόριο τα μακρομόρια
     κλητική μακρομόριο μακρομόρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μακρομόριο < μακρο- + -μόριο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μακρομόριο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία