Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μακρομόριο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μακρομόρι
ο
τα
μακρομόρι
α
γενική
του
μακρομορί
ου
&
μακρομόρι
ου
των
μακρομορί
ων
αιτιατική
το
μακρομόρι
ο
τα
μακρομόρι
α
κλητική
μακρομόρι
ο
μακρομόρι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μακρομόριο
<
μακρο-
+
-μόριο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μακρομόριο
ουδέτερο
(
χημεία
)
μόριο
υψηλού
μοριακού βάρους
Δείτε επίσης
επεξεργασία
μακρομόριο
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μακρομόριο
αγγλικά
:
macromolecule
(en)
γαλλικά
:
macromolécule
(fr)
γερμανικά
:
Makromolekül
(de)
ιαπωνικά
:
高分子
(ja)
(こうぶんし, kōbunshi)
ισλανδικά
:
stórsameind
(is)
ισπανικά
:
macromolécula
(es)
ιταλικά
:
macromolecola
(it)
καταλανικά
:
macromolècula
(ca)
πολωνικά
:
makromolekuła
(pl)
πορτογαλικά
:
macromolécula
(pt)
τσεχικά
:
makromolekula
(cs)