μοριακό βάρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μοριακό βάρος < μοριακό + βάρος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική molecular mass)
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
μοριακό βάρος ουδέτερο
- (χημεία) η μάζα ενός μεμονωμένου μορίου ενός χημικού στοιχείου ή μιας χημικής ένωσης σε σύγκριση με τη μάζα ενός νουκλεονίου του ισοτόπου άνθρακα 12 (¹²C), και συγκεκριμένα ο αριθμός που δείχνει πόσες φορές είναι μεγαλύτερη η μάζα του μορίου από το ¹/₁₂ της μάζας του ¹²C
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μοριακό βάρος