μνήμων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μνήμων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μνήμων
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈmni.mon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μνή‐μων
Επίθετο
επεξεργασίαμνήμων (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο μνήμων)
- απαρχαιωμένο, (καθαρεύουσα) που θυμάται, που συγκρατεί στη μνήμη του
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μνήμων
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | μνήμων | τὸ | μνῆμον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | μνήμονος | τοῦ | μνήμονος | ||
δοτική | τῷ/τῇ | μνήμονῐ | τῷ | μνήμονῐ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | μνήμονᾰ | τὸ | μνῆμον | ||
κλητική ὦ! | μνῆμον | μνῆμον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | μνήμονες | τὰ | μνήμονᾰ | ||
γενική | τῶν | μνημόνων | τῶν | μνημόνων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | μνήμοσῐ(ν) | τοῖς | μνήμοσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | μνήμονᾰς | τὰ | μνήμονᾰ | ||
κλητική ὦ! | μνήμονες | μνήμονᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μνήμονε | τὼ | μνήμονε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μνημόνοιν | τοῖν | μνημόνοιν | ||
3η κλίση, ομάδα 'σώφρων', Κατηγορία 'σώφρων' όπως «σώφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μνήμων < (μιμνήσκω) θέμα μνη- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *men-, σκέφτομαι + -μων [1]
Επίθετο
επεξεργασίαμνήμων, -ων, -ον γενική -ονος
- που σκέφτεται κάτι, σκεπτόμενος, που έχει στον νου του
- ※ Εἰ γὰρ μνήμων καὶ φροντιστής, καὶ τὸ ταλαίπωρον ἔνεστιν ἐν τῇ γνώμη, κοὒτε τι κάμνεις οὐθ' έστως οὒτε βαδίζων.. (Diogenes Laertius, Libri I-X, editit Miroslav Marcovich, εκδ. Walter de Gruyter, 2008 [1]) → λείπει η μετάφραση
- που θυμάται καλά
- που θυμάται πάντοτε, που δεν ξεχνάει
- που έχει καλή μνήμη
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία- μνήμονες (ουσιαστικό, πληθυντικός)
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαθέμα μνημον-
- ἀξιομνημόνευτος
- ἀειμνημόνευτος
- ἀμνημόνευτος
- ἀμνημονέω
- ἀναμνημονεύω
- ἀπομνημόνευμα
- ἀπομνημόνευτις
- ἀπομνημονεύω
- ἀσυμμνημόνευτος
- διαμνημονευτέον
- διαμνημονεύω
- διαμνημονικός
- δυσμνημόνευτος
- ἐπιμνημονεύω
- εὐμνημόνευτος
- ἱερομνημονέω
- ἱερομνημονικός
- καταμνημονεύω
- μνημονεῖον
- μνημόνειος
- μνημόνευμα
- μνημόνευσις
- μνημονευτέον
- μνημονευτέος
- μνημονευτικός
- μνημονευτός
- μνημονεύω
- μνημονέω
- μνημονικός
- προμνημονεύω
- σιτομνημονέω
- συμμνημόνευσις
- συμμνημονεύω
- συνδιαμνημονεύω
→ και δείτε τη λέξη μνήμη
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «μνήμη» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- μνήμων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μνήμων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.