Δείτε επίσης: Μνήμων, μνημών, μνημῶν

Ετυμολογία

επεξεργασία

μνήμων (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο μνήμων)

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / μνήμων τὸ μνῆμον
      γενική τοῦ/τῆς μνήμονος τοῦ μνήμονος
      δοτική τῷ/τῇ μνήμον τῷ μνήμον
    αιτιατική τὸν/τὴν μνήμον τὸ μνῆμον
     κλητική ! μνῆμον μνῆμον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ μνήμονες τὰ μνήμον
      γενική τῶν μνημόνων τῶν μνημόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς μνήμοσῐ(ν) τοῖς μνήμοσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς μνήμονᾰς τὰ μνήμον
     κλητική ! μνήμονες μνήμον
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μνήμονε τὼ μνήμονε
      γεν-δοτ τοῖν μνημόνοιν τοῖν μνημόνοιν
3η κλίση, ομάδα 'σώφρων', Κατηγορία 'σώφρων' όπως «σώφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

μνήμων, -ων, -ον γενική -ονος

  1. που σκέφτεται κάτι, σκεπτόμενος, που έχει στον νου του
      Εἰ γὰρ μνήμων καὶ φροντιστής, καὶ τὸ ταλαίπωρον ἔνεστιν ἐν τῇ γνώμη, κοὒτε τι κάμνεις οὐθ' έστως οὒτε βαδίζων.. (Diogenes Laertius, Libri I-X, editit Miroslav Marcovich, εκδ. Walter de Gruyter, 2008 ) λείπει η μετάφραση
  2. που θυμάται καλά
  3. που θυμάται πάντοτε, που δεν ξεχνάει
  4. που έχει καλή μνήμη

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. «μνήμη» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.