Δείτε επίσης: αμνήμων

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ἀμνημον-
ονομαστική / ἀμνήμων τὸ ἀμνῆμον
      γενική τοῦ/τῆς ἀμνήμονος τοῦ ἀμνήμονος
      δοτική τῷ/τῇ ἀμνήμον τῷ ἀμνήμον
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀμνήμον τὸ ἀμνῆμον
     κλητική ! ἀμνῆμον ἀμνῆμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀμνήμονες τὰ ἀμνήμον
      γενική τῶν ἀμνημόνων τῶν ἀμνημόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀμνήμοσῐ(ν) τοῖς ἀμνήμοσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀμνήμονᾰς τὰ ἀμνήμον
     κλητική ! ἀμνήμονες ἀμνήμον
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀμνήμονε τὼ ἀμνήμονε
      γεν-δοτ τοῖν ἀμνημόνοιν τοῖν ἀμνημόνοιν
3η κλίση, ομάδα 'σώφρων', Κατηγορία 'σώφρων' όπως «σώφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀμνήμων < ἀ- στερητικό + μνήμων

  Επίθετο επεξεργασία

ἀμνήμων, -ων, -ον

  1. που ξεχνάει
  2. που τον έχουν ξεχάσει, ξεχασμένος
  3. επιλήσμων
  4. αχάριστος

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία