αχάριστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αχάριστος < αρχαία ελληνική ἀχάριστος
Επίθετο
επεξεργασίααχάριστος -η -ο
- που δεν εκτιμά και δεν αναγνωρίζει το καλό που του έκανε κάποιος άλλος
- ≈ συνώνυμα: αγνώμων
- ≠ αντώνυμα: ευγνώμων
- ※ Θα ήμουν αχάριστη, αν δεν παραδεχόμουν ότι μου δόθηκαν μεγάλες ευκαιρίες. Αλλά κι εγώ με τη σειρά μου τις χειρίστηκα με πάρα πολλή δουλειά, γιατί τίποτα δεν σου χαρίζεται. Πρέπει συνεχώς να είσαι επί των επάλξεων και να αποδεικνύεις ότι είσαι αντάξιος της ευκαιρίας. (Εφημερίδα Το Βήμα, 27.01.2017)
- που δεν προσφέρει ηθική ικανοποίηση