Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχάριστος η αχάριστη το αχάριστο
      γενική του αχάριστου της αχάριστης του αχάριστου
    αιτιατική τον αχάριστο την αχάριστη το αχάριστο
     κλητική αχάριστε αχάριστη αχάριστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχάριστοι οι αχάριστες τα αχάριστα
      γενική των αχάριστων των αχάριστων των αχάριστων
    αιτιατική τους αχάριστους τις αχάριστες τα αχάριστα
     κλητική αχάριστοι αχάριστες αχάριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αχάριστος < αρχαία ελληνική ἀχάριστος

  Επίθετο επεξεργασία

αχάριστος -η -ο

  1. που δεν εκτιμά και δεν αναγνωρίζει το καλό που του έκανε κάποιος άλλος
     συνώνυμα: αγνώμων
     αντώνυμα: ευγνώμων
    ※  Θα ήμουν αχάριστη, αν δεν παραδεχόμουν ότι μου δόθηκαν μεγάλες ευκαιρίες. Αλλά κι εγώ με τη σειρά μου τις χειρίστηκα με πάρα πολλή δουλειά, γιατί τίποτα δεν σου χαρίζεται. Πρέπει συνεχώς να είσαι επί των επάλξεων και να αποδεικνύεις ότι είσαι αντάξιος της ευκαιρίας. (Εφημερίδα Το Βήμα, 27.01.2017)
  2. που δεν προσφέρει ηθική ικανοποίηση
    Η μετάφραση είναι μια πολύ αχάριστη δουλειά.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία