χαρίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαρίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος χαρίζω και αρχαία ελληνική χαρίζομαι
Ρήμα
επεξεργασίαχαρίζομαι
- (όταν το υποκείμενο είναι άψυχο αντικείμενο ή ζώο ή αφηρημένη έννοια) με χαρίζουν
- χαρίζεται πλυντήριο, που χρειάζεται όμως επισκευή
- χαρίζεται σκυλάκι
- δόθηκε χάρη στον κατάδικο και του χαρίστηκε το υπόλοιπο της ποινής" του
- κάνω μια χάρη σε κάποιον, υποχωρώ σε ένα αίτημα ή συγχωρώ ένα λάθος ή και δείχνω εύνοια, μεροληπτώ
- μην του χαρίζεσαι γιατί θα αποθρασυνθεί
- χαρίζεσαι στον μικρό και ο μεγάλος δίκαια παραπονιέται
Μεταφράσεις
επεξεργασία χαρίζομαι
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαρίζομαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαχαρίζομαι
- λέω κάτι ευχάριστο
- κάνω χάρη
- δείχνω εύνοια
- υποχωρώ σε απαιτήσεις, κάνω σε κάποιον τη χάρη, ενδίδω,
- συγκατανεύω
- προσφέρω με χαρά, δωρίζω, χαρίζω
- συγχωρώ
- γίνομαι ευχάριστος, είμαι αρεστός
- κεχαρισμένος: αγαπητός, ποθητός