Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεροληπτώ < μέρος + -ο- + λαμβάνω

  Ρήμα επεξεργασία

μεροληπτώ

  • υποστηρίζω κάποιο πρόσωπο ή άποψη με μη αντικειμενικό τρόπο, υποκινούμενος αποκλειστικά από προσωπικούς λόγους ή συμφέροντα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία