Ετυμολογία

επεξεργασία
μεροληπτώ < μέρος + -ο- + λαμβάνω

μεροληπτώ

  • υποστηρίζω κάποιο πρόσωπο ή άποψη με μη αντικειμενικό τρόπο, υποκινούμενος αποκλειστικά από προσωπικούς λόγους ή συμφέροντα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία