partial
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | partial |
συγκριτικός | more partial |
υπερθετικός | most partial |
Επίθετο
επεξεργασίαpartial (en)
- μερικός, όχι ολοκληρωμένος
- ⮡ a partial success - μερική επιτυχία
- ⮡ a partial eclipse of the sun - μερική έκλειψη του ήλιου
- μεροληπτικός, μεροληπτώ, προκατειλημμένος
Πηγές
επεξεργασία- partial - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 538, 539. ISBN 9780194325684., λήμμα: μερικός, μεροληπτικός, μεροληπτώ
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | partial | partiaux |
θηλυκό | partiale | partiales |
Επίθετο
επεξεργασίαpartial (fr)