προκατειλημμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προκατειλημμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου προκαταλαμβάνω
Μετοχή επεξεργασία
προκατειλημμένος, -η, -ο
- που έχει διαμορφώσει εκ των προτέρων άποψη για ένα πρόσωπο ή θέμα και επομένως δύσκολα την αλλάζει· που έχει προκατάληψη
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις προκαταλαμβάνω, καταλαμβάνω και λαμβάνω