Δείτε επίσης: πρόληψη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προκατάληψη οι προκαταλήψεις
      γενική της προκατάληψης* των προκαταλήψεων
    αιτιατική την προκατάληψη τις προκαταλήψεις
     κλητική προκατάληψη προκαταλήψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προκαταλήψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προκατάληψη < αρχαία ελληνική προκατάληψις < προκαταλαμβάνω < προ- + καταλαμβάνω < κατά + λαμβάνω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική prévention)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾo.kaˈta.li.psi/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προκατάληψη θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία