Δείτε επίσης: πρόληψη
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προκατάληψη οι προκαταλήψεις
      γενική της προκατάληψης* των προκαταλήψεων
    αιτιατική την προκατάληψη τις προκαταλήψεις
     κλητική προκατάληψη προκαταλήψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προκαταλήψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

προκατάληψη θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία