Δείτε επίσης: préjudice

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
prejudice prejudices

prejudice (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η προκατάληψη
    ⮡  racial/religious prejudices - φυλετικές/θρησκευτικές προκαταλήψεις
    ⮡  He attributed his failure to the examiner’s prejudice.
    Καταλόγισε την αποτυχία του στην προκατάληψη του εξεταστή.

Συνώνυμα

επεξεργασία
ενεστώτας prejudice
γ΄ ενικό ενεστώτα prejudices
αόριστος prejudiced
παθητική μετοχή prejudiced
ενεργητική μετοχή prejudicing

prejudice (en)