δεισιδαιμονία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δεισιδαιμονία < ελληνιστική κοινή δεισιδαιμονία < αρχαία ελληνική δείδω + δαίμων
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.si.ðɛ.mɔ.ˈni.a/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δεισιδαιμονία θηλυκό
- ο παράλογος φόβος για το υπερφυσικό, η πίστη σε αντιεπιστημονικές δοξασίες περί επιρροής κακοποιών πνευμάτων πάνω στη ζωή μας
Επεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
αναφορέςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
δεισιδαιμονία