δεισιδαιμονία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δεισιδαιμονία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δεισιδαιμονία < αρχαία ελληνική δείδω + δαίμων
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.si.ðe.moˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δει‐σι‐δαι‐μο‐νί‐α
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δεισιδαιμονία θηλυκό
- ο παράλογος φόβος για το υπερφυσικό, η πίστη σε αντιεπιστημονικές δοξασίες περί επιρροής κακοποιών πνευμάτων πάνω στη ζωή μας
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
δεισιδαιμονία
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- δεισιδαιμονία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δεισιδαιμονία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.