superstition
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
superstition | superstitions |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsuperstition (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η πρόληψη, η δεισιδαιμονία
- ↪ It is a well-known superstition that the number 13 is bad luck.
- Είναι γνωστή η πρόληψη ότι ο αριθμός 13 είναι γρουσούζικος.
- ↪ Superstition is still rife in Africa.
- Οι δεισιδαιμονίες είναι ακόμα πολύ διαδεδομένες στην Αφρική.
- ↪ It is a well-known superstition that the number 13 is bad luck.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
superstition | superstitions |
superstition (fr) θηλυκό
- η πρόληψη, η δεισιδαιμονία