ενικός         πληθυντικός  
superstition superstitions

Ουσιαστικό

επεξεργασία

superstition (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η πρόληψη, η δεισιδαιμονία
      It is a well-known superstition that the number 13 is bad luck.
    Είναι γνωστή η πρόληψη ότι ο αριθμός 13 είναι γρουσούζικος.
      Superstition is still rife in Africa.
    Οι δεισιδαιμονίες είναι ακόμα πολύ διαδεδομένες στην Αφρική.
      I don’t believe in superstitions.
    Δεν πιστεύω σε δεισιδαιμονίες.