υπερφυσικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπερφυσικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου υπερφυσικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπερφυσικό ουδέτερο
- ο υπερφυσικός κόσμος, οι υπερφυσικές δυνάμεις
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπερφυσικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαυπερφυσικό
- αιτιατική ενικού του υπερφυσικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του υπερφυσικός