Δείτε επίσης: prevention

  Ετυμολογία

επεξεργασία
prévention < λατινική praeventio

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pʁe.vɑ̃.sjɔ̃/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
prévention préventions

prévention (fr) θηλυκό