Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στερεοτυπικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
στερεοτυπικ
ός
η
στερεοτυπικ
ή
το
στερεοτυπικ
ό
γενική
του
στερεοτυπικ
ού
της
στερεοτυπικ
ής
του
στερεοτυπικ
ού
αιτιατική
τον
στερεοτυπικ
ό
τη
στερεοτυπικ
ή
το
στερεοτυπικ
ό
κλητική
στερεοτυπικ
έ
στερεοτυπικ
ή
στερεοτυπικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
στερεοτυπικ
οί
οι
στερεοτυπικ
ές
τα
στερεοτυπικ
ά
γενική
των
στερεοτυπικ
ών
των
στερεοτυπικ
ών
των
στερεοτυπικ
ών
αιτιατική
τους
στερεοτυπικ
ούς
τις
στερεοτυπικ
ές
τα
στερεοτυπικ
ά
κλητική
στερεοτυπικ
οί
στερεοτυπικ
ές
στερεοτυπικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
στερεοτυπικός
<
στερεοτυπία
Επίθετο
επεξεργασία
στερεοτυπικός
Αναντίρρητες
κοσμικές
αντιλήψεις
.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στερεοτυπικός
αγγλικά
:
stereotypical
(en)
γαλλικά
:
stéréotypé
(fr)