στερεοτυπία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στερεοτυπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) γαλλική stéréotypie[1] < αρχαία ελληνική στερεός + τύπος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ste.ɾe.o.tiˈpi.a/
Ουσιαστικό επεξεργασία
στερεοτυπία θηλυκό
- (τυπογραφία) μέθοδος παραγωγής μιας τυπογραφικής σελίδας από έκτυπη τυπογραφική πλάκα που παράγεται από μήτρα, μέσα στην οποία χύνεται λειωμένο κράμα μολύβδου
- στερεότυπο
- έλλειψη πρωτοτυπίας
- (ιατρική) ανεξήγητη επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά (κινήσεις, λέξεις, χειρονομίες) που οφείλεται σε ψυχικούς παράγοντες
Μεταφράσεις επεξεργασία
στερεοτυπία
|
- ↑ στερεοτυπία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας