↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τυπογραφικός η τυπογραφική το τυπογραφικό
      γενική του τυπογραφικού της τυπογραφικής του τυπογραφικού
    αιτιατική τον τυπογραφικό την τυπογραφική το τυπογραφικό
     κλητική τυπογραφικέ τυπογραφική τυπογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τυπογραφικοί οι τυπογραφικές τα τυπογραφικά
      γενική των τυπογραφικών των τυπογραφικών των τυπογραφικών
    αιτιατική τους τυπογραφικούς τις τυπογραφικές τα τυπογραφικά
     κλητική τυπογραφικοί τυπογραφικές τυπογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τυπογραφικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική typographique[1] [2] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική typographic[2] < αρχαία ελληνική τύπος + γράφω

  Επίθετο

επεξεργασία

τυπογραφικός

  1. (τυπογραφία) που έχει σχέση με τον τυπογράφο ή την τυπογραφία ή αναφέρεται σ’ αυτά
  2. (ουσιαστικοποιημένο) τυπογραφικά: τα διορθωτέα λάθη σ’ ένα εκτυπωμένο κείμενο
  3. (ουσιαστικοποιημένο) τυπογραφικό: δεκαεξασέλιδο εκτυπωμένων και στις δύο όψεις σελίδων

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. τυπογραφικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 2,0 2,1 τυπογραφικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)