Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ti.pɔ.ɡʁa.fik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
typographique typographiques

typographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό