εκτυπωμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαεκτυπωμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του εκτυπωμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του εκτυπωμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εκτυπωμένος
εκτυπωμένων