Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκτυπωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εκτυπωμέν
ος
η
εκτυπωμέν
η
το
εκτυπωμέν
ο
γενική
του
εκτυπωμέν
ου
της
εκτυπωμέν
ης
του
εκτυπωμέν
ου
αιτιατική
τον
εκτυπωμέν
ο
την
εκτυπωμέν
η
το
εκτυπωμέν
ο
κλητική
εκτυπωμέν
ε
εκτυπωμέν
η
εκτυπωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εκτυπωμέν
οι
οι
εκτυπωμέν
ες
τα
εκτυπωμέν
α
γενική
των
εκτυπωμέν
ων
των
εκτυπωμέν
ων
των
εκτυπωμέν
ων
αιτιατική
τους
εκτυπωμέν
ους
τις
εκτυπωμέν
ες
τα
εκτυπωμέν
α
κλητική
εκτυπωμέν
οι
εκτυπωμέν
ες
εκτυπωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκτυπωμένος
:
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εκτυπώνω
Μετοχή
επεξεργασία
εκτυπωμένος, -η, -ο
που έχει
εκτυπωθεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
ανεκτύπωτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκτυπωμένος
αγγλικά
:
printed
(en)