↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκτυπωμένος η εκτυπωμένη το εκτυπωμένο
      γενική του εκτυπωμένου της εκτυπωμένης του εκτυπωμένου
    αιτιατική τον εκτυπωμένο την εκτυπωμένη το εκτυπωμένο
     κλητική εκτυπωμένε εκτυπωμένη εκτυπωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκτυπωμένοι οι εκτυπωμένες τα εκτυπωμένα
      γενική των εκτυπωμένων των εκτυπωμένων των εκτυπωμένων
    αιτιατική τους εκτυπωμένους τις εκτυπωμένες τα εκτυπωμένα
     κλητική εκτυπωμένοι εκτυπωμένες εκτυπωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκτυπωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου εκτυπώνω

εκτυπωμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία