Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανεκτύπωτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ανεκτύπωτ
ος
η
ανεκτύπωτ
η
το
ανεκτύπωτ
ο
γενική
του
ανεκτύπωτ
ου
της
ανεκτύπωτ
ης
του
ανεκτύπωτ
ου
αιτιατική
τον
ανεκτύπωτ
ο
την
ανεκτύπωτ
η
το
ανεκτύπωτ
ο
κλητική
ανεκτύπωτ
ε
ανεκτύπωτ
η
ανεκτύπωτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ανεκτύπωτ
οι
οι
ανεκτύπωτ
ες
τα
ανεκτύπωτ
α
γενική
των
ανεκτύπωτ
ων
των
ανεκτύπωτ
ων
των
ανεκτύπωτ
ων
αιτιατική
τους
ανεκτύπωτ
ους
τις
ανεκτύπωτ
ες
τα
ανεκτύπωτ
α
κλητική
ανεκτύπωτ
οι
ανεκτύπωτ
ες
ανεκτύπωτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανεκτύπωτος
<
αν-
(στερητικό
α-
) +
εκτυπ(ώνω)
+
-ωτος
Επίθετο
επεξεργασία
ανεκτύπωτος
που δεν έχει
εκτυπωθεί
ή δεν μπορεί να
εκτυπωθεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
εκτυπωμένος
Δείτε επίσης
επεξεργασία
ανέκδοτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανεκτύπωτος
αγγλικά
:
unprinted
(en)