τυπογραφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τυπογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική typographia[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική typographie[2] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική typography[2] < αρχαία ελληνική τύπος + γράφω
Ουσιαστικό
επεξεργασίατυπογραφία θηλυκό
- (τυπογραφία) η τέχνη και το σύνολο των τεχνικών που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία πρωτοτύπων και την αναπαραγωγή πολλαπλών αντιγράφων κειμένου ή εικόνας με τη χρησιμοποίηση πιεστηρίου και μελανιού
Συγγενικά
επεξεργασία- τυπογραφείο
- τυπογραφικά
- τυπογραφικό
- τυπογραφικός
- τυπογραφικώς
- τυπογράφος
- χρωμοτυπογραφία
- → δείτε τις λέξεις τύπος και γράφω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- αν και η έννοια, σήμερα, είναι συνυφασμένη με τη λιθογραφική εκτύπωση, στα άτομα που ασχολούνται με το αντικείμενο εξακολουθεί να διαφοροποιείται από αυτήν και να θεωρείται ως τυπογραφία μόνο η εκτύπωση με τη χρήση μεταλλικών τυπογραφικών στοιχείων ή και αράδων λινοτυπίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία τυπογραφία
- ↑ τυπογραφία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 τυπογραφία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)