τυπογραφία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τυπογραφία θηλυκό
- η τέχνη και το σύνολο των τεχνικών που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία πρωτοτύπων και την αναπαραγωγή πολλαπλών αντιγράφων κειμένου ή εικόνας με τη χρησιμοποίηση πιεστηρίου και μελανιού
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Σημειώσεις επεξεργασία
- αν και η έννοια, σήμερα, είναι συνυφασμένη με τη λιθογραφική εκτύπωση, στα άτομα που ασχολούνται με το αντικείμενο εξακολουθεί να διαφοροποιείται από αυτήν και να θεωρείται ως τυπογραφία μόνο η εκτύπωση με τη χρήση μεταλλικών τυπογραφικών στοιχείων ή και αράδων λινοτυπίας
Μεταφράσεις επεξεργασία
τυπογραφία