τυπογραφείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τυπογραφείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα τυπογραφεῖον < τυπογράφ(ος) + -εῖον > -είο. Μορφολογικά αναλύεται σε τυπο- + -γραφείο

Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ti.po.ɣɾaˈfi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τυ‐πο‐γρα‐φεί‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τυπογραφείο ουδέτερο
- ο χώρος όπου τυπώνονται έντυπα
- ⮡ το Εθνικό Τυπογραφείο
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τυπογραφείο
|
Πηγές
επεξεργασία
- τυπογραφείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τυπογραφείο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)