τυπογραφικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τυπογραφικό < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίατυπογραφικό ουδέτερο
- (τυπογραφία), (βιβλιοδεσία) φύλλο χαρτιού το οποίο αποτελεί ένα ενιαίο τμήμα προς επεξεργασία
- το βιβλίο έχει δώδεκα τυπογραφικά, τα εννέα είναι τριανταδισέλιδα, το ένα δεκαεξασέλιδο, άλλο ένα οχτασέλιδο και ένα περαστό τετρασέλιδο
Σημειώσεις
επεξεργασία- οι τυπογράφοι μερικές φορές αναφέρονται στο τυπογραφικό στο ενιαίο εκτυπωμένο φύλλο που μπορεί να περιέχει περισσότερα του ενός τυπογραφικά για βιβλιοδεσία (π.χ. μπορεί να περιέχει δύο διαφορετικά δεκαεξασέλιδα ή τέσσερα οχτασέλιδα τα οποία κόβονται και επεξεργάζονται κατόπιν σαν χωριστά τυπογραφικά)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίατυπογραφικό
- αιτιατική ενικού του τυπογραφικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του τυπογραφικός