επαναλαμβανόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- επαναλαμβανόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα επαναλαμβάνομαι
Μετοχή
επεξεργασία
επαναλαμβανόμενος, -η, -ο
- που επαναλαμβάνεται αρκετές φορές
- ακουγόταν ένας περίεργος επαναλαμβανόμενος θόρυβος
- (μαθηματικά) επαναλαμβανόμενος περιοδικά, ρητός αριθμός του οποίου τα δεκαδικά ψηφία επαναλαμβάνονται περιοδικά στο άπειρο
- ⮡ και συμβολίζεται:
- ⮡ όπως και και συμβολίζεται: