↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επαναλαμβανόμενος η επαναλαμβανόμενη το επαναλαμβανόμενο
      γενική του επαναλαμβανόμενου της επαναλαμβανόμενης του επαναλαμβανόμενου
    αιτιατική τον επαναλαμβανόμενο την επαναλαμβανόμενη το επαναλαμβανόμενο
     κλητική επαναλαμβανόμενε επαναλαμβανόμενη επαναλαμβανόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επαναλαμβανόμενοι οι επαναλαμβανόμενες τα επαναλαμβανόμενα
      γενική των επαναλαμβανόμενων των επαναλαμβανόμενων των επαναλαμβανόμενων
    αιτιατική τους επαναλαμβανόμενους τις επαναλαμβανόμενες τα επαναλαμβανόμενα
     κλητική επαναλαμβανόμενοι επαναλαμβανόμενες επαναλαμβανόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επαναλαμβανόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα επαναλαμβάνομαι

επαναλαμβανόμενος, -η, -ο

  1. που επαναλαμβάνεται αρκετές φορές
    ακουγόταν ένας περίεργος επαναλαμβανόμενος θόρυβος
  2. (μαθηματικά) επαναλαμβανόμενος περιοδικά, ρητός αριθμός του οποίου τα δεκαδικά ψηφία επαναλαμβάνονται περιοδικά στο άπειρο
      και συμβολίζεται:  
    όπως και   και συμβολίζεται:  

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία