repeated
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | repeated |
συγκριτικός | more repeated |
υπερθετικός | most repeated |
repeated (en)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) επαναλαμβανόμενος, αλλεπάλληλος, που επαναλαμβάνεται πολλές φορές
- ⮡ repeated mistakes - επαναλαμβανόμενα λάθη
- ⮡ repeated cases of political censorship - αλλεπάλληλα κρούσματα πολιτικής λογοκρισίας
- (μαθηματικά, για ρητό αριθμό) επαναλαμβανόμενος (περιοδικά)
- ⮡ . The number 3 repeats indefinitely (=0,3333...)
- ≠ αντώνυμα: terminated
Συγγενικά
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαrepeated (en)