repeat
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
repeat | repeats |
repeat (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | repeat |
γ΄ ενικό ενεστώτα | repeats |
αόριστος | repeated |
παθητική μετοχή | repeated |
ενεργητική μετοχή | repeating |
repeat (en)
- επαναλαμβάνω
- ⮡ History repeats itself/is repeated.
- Η ιστορία επαναλαμβάνεται.
- ⮡ History repeats itself/is repeated.