repeatedly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | repeatedly |
συγκριτικός | more repeatedly |
υπερθετικός | most repeatedly |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαrepeatedly (en)
- επανειλημμένα, επανειλημμένως
- ⮡ I have warned you repeatedly but you continue the same tactics.
- Σας έχω επανειλημμένα προειδοποιήσει αλλά συνεχίζετε την ίδια τακτική.
- ⮡ I have repeatedly pointed out the need for providing clear guidance.
- Έχω επανειλημμένως επισημαίνει την ανάγκη παροχής σαφούς καθοδήγησης.
- ⮡ I have warned you repeatedly but you continue the same tactics.