αλλεπάλληλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
.
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλλεπάλληλος < (ελληνιστική κοινή) ἀλλεπάλληλος
Επίθετο επεξεργασία
αλλεπάλληλος (πιο συχνό στον πληθυντικό)
- ο απανωτός, ο ένας μετά τον άλλο, ο επαναλαμβανόμενος αδιάκοπα, χωρίς διακοπή, συνήθως για κάτι δυσάρεστο ή που καταντά δυσάρεστο λόγω της επιμονής
- Ο αλλεπάλληλος δανεισμός
- Οι αλλεπάλληλοι πυροβολισμοί, πόντοι, δανεισμοί, τραυματισμοί
- Οι αλλεπάλληλες βολές, αναποδιές, ενοχλήσεις, πιέσεις, μηνύσεις, ανατιμήσεις, πυρκαγιές
- Τα αλλεπάλληλα χτυπήματα της μοίρας, μπουμπουνητά, τηλεφωνήματα, κρούσματα
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλλεπάλληλος
ripetitivo, continuo