↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλλεπάλληλος η αλλεπάλληλη το αλλεπάλληλο
      γενική του αλλεπάλληλου της αλλεπάλληλης του αλλεπάλληλου
    αιτιατική τον αλλεπάλληλο την αλλεπάλληλη το αλλεπάλληλο
     κλητική αλλεπάλληλε αλλεπάλληλη αλλεπάλληλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλλεπάλληλοι οι αλλεπάλληλες τα αλλεπάλληλα
      γενική των αλλεπάλληλων των αλλεπάλληλων των αλλεπάλληλων
    αιτιατική τους αλλεπάλληλους τις αλλεπάλληλες τα αλλεπάλληλα
     κλητική αλλεπάλληλοι αλλεπάλληλες αλλεπάλληλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αλλεπάλληλος < (ελληνιστική κοινή) ἀλλεπάλληλος

  Επίθετο

επεξεργασία

αλλεπάλληλος (πιο συχνό στον πληθυντικό)

  • ο απανωτός, ο ένας μετά τον άλλο, ο επαναλαμβανόμενος αδιάκοπα, χωρίς διακοπή, συνήθως για κάτι δυσάρεστο ή που καταντά δυσάρεστο λόγω της επιμονής
Ο αλλεπάλληλος δανεισμός
Οι αλλεπάλληλοι πυροβολισμοί, πόντοι, δανεισμοί, τραυματισμοί
Οι αλλεπάλληλες βολές, αναποδιές, ενοχλήσεις, πιέσεις, μηνύσεις, ανατιμήσεις, πυρκαγιές
Τα αλλεπάλληλα χτυπήματα της μοίρας, μπουμπουνητά, τηλεφωνήματα, κρούσματα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

ripetitivo, continuo