Ετυμολογία

επεξεργασία
αλλεπάλληλα < αλλεπάλληλος

  Επίρρημα

επεξεργασία

αλλεπάλληλα

  • με μια συνεχή και κανονική ακολουθία, ροή στοιχείων που ακολουθούν το ένα το άλλο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία